Useful english dictionary. 2012.
amniac — am·ni·ac … English syllables
αμνιακός — ή, ό (Εμβρυολ. Ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άμνιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αρχ. ἀμνίον («ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση», πρβλ. άμνιο), πρβλ. αγγλ. amniac] … Dictionary of Greek